χάρος

χάρος
Μεγάλη ύφαλος στο βόρειο Αιγαίο, 10 μίλια από τις ακτές της Λήμνου. Είναι πολύ επικίνδυνη για τα πλοία γιατί σε πολλά σημεία το νερό φτάνει μόλις τις τρεις οργυιές.
* * *
ο, Ν
1. ο θάνατος και, ιδίως, η προσωποποίηση τού θανάτου, ο χάροντας («για ιδές καιρό που διάλεξε ο χάρος να μέ πάρει», δημ. τραγούδι)
2. μτφ. καθετί που επιφέρει θάνατο, όλεθρο
3. φρ. α) «παλεύει με τον χάρο» — χαροπαλεύει
β) «πήγε στην πόρτα τού χάρου» — παραλίγο να πεθάνει
γ) «ξέφυγε από τα νύχια [ή από το το στόμα] τού χάρου» — διέφυγε σοβαρό κίνδυνο
δ) «τόν βλέπω σαν τον χάρο» — μού είναι πάρα πολύ μισητός
ε) «όποιον πάρει ο χάρος» — λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος: i) πυροβολεί ή, γενικά, επιτίθεται εναντίον πλήθους
ii) επιχειρεί κάτι, συνήθως παράτολμο, αδιαφορώντας για το ποιος θα υποστεί τις συνέπειες
στ) «τόν ξέχασε ο χάρος» — λέγεται για κάποιον που είναι υπέργηρος
4. παροιμ. α) «ο χάρος τόν παρακαλεί, κι εκείνος καμαρώνει» — λέγεται για κάποιον που, ενώ απειλείται από καταστροφή, δείχνει να μην ανησυχεί
β) «χάρε, χαρά που μού 'φερες και λύπη που μού πήρες» — λέγεται για κάποιον που χαίρεται με τον θάνατο άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. Χάρων, κατά τα αρσ. σε -ος (πρβλ. γέρος: γέρων, δράκος: δράκων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Χάρος — Χάρος, ο και Χάροντας, ο 1. προσωποποίηση του θανάτου: Χάρο δε φοβάται. 2. φρ., «Τον πήρε ο Χάρος», πέθανε. 3. φρ., «Τον βλέπω σαν το Χάρο μου», τον μισώ, όπως μισώ και το Χάρο μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλιόχαρος — και λιόχαρος, η, ο (για τόπους) αυτός που φαίνεται ότι χαίρεται επειδή καταυγάζεται από τις ηλιακές ακτίνες («ηλιόχαρη ακρογιαλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + χαρος (< χαρά), πρβλ. περί χαρος, πολεμό χαρος] …   Dictionary of Greek

  • κατάχαρος — η, ο (για πρόσ.) αυτός που είναι γεμάτος χαρά, καταχαρούμενος, περιχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χαρος (< χαρά), πρβλ. περί χαρος, πρόσ χαρος] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόχαρος — η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλες χάρες, που είναι πολύ χαριτωμένος 2. αυτός που χαρίζει πολλά, γενναιόδωρος 3. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Μεγαλόχαρη προσωνυμία τής Θεοτόκου ως κεχαριτωμένης και πολύ ευεργετικής σε αυτούς που τήν επικαλούνται. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • μικρόχαρος — η, ο και μικροχαρής, ές (Α μικροχαρής, ές) 1. αυτός που χαίρεται και ευχαριστείται με μικρά και ασήμαντα πράγματα, που ικανοποιείται εύκολα με μικροπράγματα 2. μικροπρεπής, κατώτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + χαρος (<χαρά), πρβλ. μεγαλό χαρος …   Dictionary of Greek

  • νερόχαρος — η, ο υδροχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + χαρος (< χαρά), πρβλ. ηλιό χαρος, πολεμό χαρος] …   Dictionary of Greek

  • εύχαρος — εὔχαρος, ον (Μ) ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαρος (< χάρις), πρβλ. ά χαρος] …   Dictionary of Greek

  • ολόχαρος — η, ο γεμάτος χαρά, περιχαρής. επίρρ... ολόχαρα με μεγάλη χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + χάρος (< χαρά), πρβλ. μικρό χαρος] …   Dictionary of Greek

  • πασίχαρος — η, ο ο πολύ χαρούμενος, περιχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + χάρος (< χαίρω), πρβλ. πρόσ χαρος] …   Dictionary of Greek

  • περίχαρος — η, ο 1. περιχαρής, καταχαρούμενος 2. γεμάτος χάρη, χαριτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χαρος (< χαρά), πρβλ. πρόσ χαρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”